Σε πρόσφατη εκδήλωση που οργάνωσε το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics είχα την ευκαιρία να αναδείξω θέματα τα οποία ενώ είναι κομβικής σημασίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν λάβει της δέουσας προσοχής έως τώρα.
Το βασικό αφορά στο μεγάλο βαθμό απαισιοδοξίας και επιφυλακτικότητας των ελληνικών νοικοκυριών. Τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά παρουσιάζουν υψηλό βαθμό επιφυλακτικότητας έναντι μελλοντικών εξελίξεων. Ωστόσο οι πρόσφατες θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας έχουν οδηγήσει σε μια σειρά θετικών επιπτώσεων στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών οι οποίες θα αιτιολογούσαν ένα μεγαλύτερο βαθμό αισιοδοξίας από τον καταγραφόμενο. Πιο συγκεκριμένα, τα επίπεδα ανεργίας έχουν μειωθεί στα επίπεδα του 9.0% (και θα κυμαίνονταν σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα εάν δεν αυξάνονταν ο βαθμός συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό) ενώ και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα (δηλαδή το εισόδημα μετά την επίδραση του πληθωρισμού και την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος) έχει αυξηθεί από το 2019 έως το 2024 κατά 8.8%.
Κατά την άποψη μου, η ερμηνεία της απαισιόδοξης προδιάθεσης των ελληνικών νοικοκυριών αποτελείται από 2 σκέλη:
- Το πρώτο σκέλος αφορά στην αυξημένη επιβάρυνση της κατανάλωσης των νοικοκυριών εξαιτίας όχι της αύξησης των φορολογικών συντελεστών αλλά της αυξημένης φορολογικής συμμόρφωσης.
Οι επιτυχίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού στη βεβαίωση και στην είσπραξη των φόρων στην κατανάλωση (κυρίως ΦΠΑ αλλά και άλλων) έχει ως αποτέλεσμα το λεγόμενο κενό του ΦΠΑ (VAT Gap, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο ΦΠΑ που εισπράττεται και στο θεωρητικό επίπεδο του ΦΠΑ που αντιστοιχεί στην τρέχουσα κατανάλωση) έχει μειωθεί από το 25,4% το 2018 στο 13,7% το 2022 και σχεδόν σίγουρα σε μονοψήφιο ποσοστό το 2024. Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ θετική για τα δημόσια οικονομικά, ωστόσο η παράπλευρη συνέπεια της είναι ότι ο «αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής στην κατανάλωση» (δηλαδή ο λόγος φόρων κατανάλωσης που έχουν εισπραχθεί προς την προ-φόρων κατανάλωση) υπολογίζουμε ότι διαμορφώνεται πλέον στα επίπεδα του 21,7 αισθητά υψηλότερος από το 17,2% στην ΕΕ. Αυτή η αυξημένη φορολογική συμμόρφωση αναπόφευκτα μειώνει την καταναλωτική δύναμη των νοικοκυριών.
- Το δεύτερο σκέλος της ερμηνείας συνδέεται περισσότερο με τις υπηρεσίες που παρέχει το κράτος στα νοικοκυριά έναντι των φόρων αυτών.
Το ποσοστό της δημόσιας κατανάλωσης στο ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σημαντικά στο 18,3% ενώ αυτό της Ευρωζώνης παραμένει στο 22,6%. Η δημόσια κατανάλωση είναι σημαντική όχι μόνο ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης αλλά και γιατί αντιστοιχεί σε δαπάνες υγείας, παιδείας κλπ. που προσφέρει κάθε κράτος στους πολίτες του. Εάν τις υπηρεσίες αυτές δεν τις παρέχει το δημόσιο σε ικανοποιητικό βαθμό, τότε οι πολίτες θα πρέπει να αναλώσουν δικούς τους – δηλαδή ιδιωτικούς πόρους. Σε μηνιαία βάση τα ελληνικά νοικοκυριά αφιερώνουν το 7,7% των δαπανών της για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (έναντι 3,7% στην ΕΕ) και 3,4% για εκπαίδευση (έναντι 0,9% στην ΕΕ). Διαχρονικά οι Έλληνες ξόδευαν υψηλότερα ποσά σε υγεία και εκπαίδευση αλλά στο παρελθόν δεν υπήρχε η τωρινή φορολογική συμμόρφωση.
Ο πιο πιθανός λοιπόν λόγος δυσαρέσκειας των νοικοκυριών δεν οφείλεται απλά και μόνο στην αυξημένη φορολογική συμμόρφωση. Πηγάζει από την ημιτελή μετάβαση από ένα κοινωνικό μοντέλο χαμηλής φορολογικής συμμόρφωσης και ταυτόχρονα χαμηλής προσφοράς δημόσιων υπηρεσιών, σε ένα μοντέλο υψηλής (και συνεχώς αυξανόμενης) συμμόρφωσης αλλά χωρίς την αντίστοιχη (έως τώρα) βελτίωση των προσφερόμενων δημόσιων υπηρεσιών.